- ἐνώτισις
- ἐνώτισιςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενώτιση — η (Μ ἐνώτισις) η ενέργεια τού ενωτίζομαι, η προσεκτική ακρόαση, η αποδοχή όσων ειπώθηκαν μσν. (κατά τον Ζωναρά) «σύνεσις, ἤ σύνοψις τῶν ῥημάτων» … Dictionary of Greek
ἐνωτίσῃ — ἐνωτίσηι , ἐνώτισις fem dat sg (epic) ἐνωτίζομαι give ear aor subj mp 2nd sg ἐνωτίζομαι give ear fut ind mp 2nd sg ἐνωτίζομαι give ear aor subj mp 2nd sg ἐνωτίζομαι give ear fut ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)